στοιχίζω — set in a row pres subj act 1st sg στοιχίζω set in a row pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχίζω — στοιχίζω, στοίχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… … Dictionary of Greek
στοιχίσαι — στοιχίζω set in a row aor inf act στοιχίσαῑ , στοιχίζω set in a row aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστοιχισμένων — στοιχίζω set in a row perf part mp fem gen pl στοιχίζω set in a row perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχιζέτω — στοιχίζω set in a row pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχιζόμενος — στοιχίζω set in a row pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστοίχισα — στοιχίζω set in a row aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεστοιχίσμεθα — μετά στοιχίζω set in a row plup ind mp 1st pl μετά στοιχίζω set in a row perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξίζω — [άξιος] Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω 2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα 3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές β) είμαι ικανός, έχω… … Dictionary of Greek